δαφνοκέρασος

δαφνοκέρασος
Αειθαλές καλλωπιστικό δενδρύλλιο της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι κέρασος ή προύνος ο δ. Είναι φυτό αυτοφυές στα ορεινά δάση της ανατολικής Θράκης, με λογχοειδή, δερματώδη και γυαλιστερά φύλλα, και μικρά και λευκά άνθη, σε μασχαλιαίο ή επάκριο βότρυ. Ο καρπός του είναι δρύπη, ωοειδής και μελανωπή, που αποτελεί τροφή για τα πουλιά. Καλλιεργείται σε κήπους για το ωραίο του φύλλωμα. Κατάγεται μάλλον από τη δυτική Ασία και σήμερα συναντάται στις παραμεσόγειες περιοχές και στα Βαλκάνια. Στην Ελλάδα είναι γνωστό με την ονομασία ροδαφινιά. Τα φύλλα του δ., καθώς και τα σπέρματά του, περιέχουν υδροκυάνιο γι’ αυτό και είναι πολύ τοξικά. Ο δαφνοκέρασος είναι αυτοφυής στα ορεινά δάση της ανατολικής Θράκης· καλλιεργείται στους κήπους ως καλλωπιστικό για το ωραίο του φύλλωμα. Ο δαφνοκέρασος κατάγεται μάλλον από τη δυτική Ασία και σήμερα απαντάται στις παραμεσόγειες περιοχές και τα Βαλκάνια. Στην Ελλάδα είναι γνωστός με την ονομασία ροδαφινιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ροδαφνιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού δαφνοκέρασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροδο δάφνη με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς: αμφιφορεύς)] …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • Ροδίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των οπωροφόρων δέντρων, που κατατάσσονται στις δυο υποοικογένειες των προυνοειδών (αμυγδαλιά, ροδακινιά, βερικοκιά, κερασιά, δαμασκηνιά) και των πομοειδών ή μηλοειδών… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοβόλα — Φυτά εφοδιασμένα με όργανα που έχουν μικρή διάρκεια ζωής, σε σύγκριση με τον βιολογικό κύκλο του ίδιου του φυτού. Για παράδειγμα ο κάλυκας της κοινής παπαρούνας των αγρών, πέφτει μόλις τα πέταλα αρχίζουν να ανοίγουν. Αλλά πολύ σημαντικότερο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”